ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
Παροιμίες: σύντομα απόφθεγματα που εκφράζουν ισχυρισμούς που αποτελούν συσσωρευμένη εμπειρία χιλιάδων ανθρώπων.
Ας δούμε μερικές από τις πιο γνωστές:
Παροιμίες από Α
- Α’ που ‘χασε το χοίρο του, όλο μουγκριές ακούει.
- Αβούλευτο είναι να γενεί χοίρου μαλλί μετάξι, των απανθρώπων τα παιδιά να’ χουν τιμή και τάξη. (Παξοί)
- Άβρακος βρακί δεν είχε, το ‘βαλε και χέστηκε. (Παξοί)
- Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
- Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
- Αγάλι αγάλι φύτευε ο γεωργός αμπέλι κι αγάλι αγάλι γίνηκε η αγουρίδα μέλι. (Παξοί)
- Αγάλια αγάλια κόνευε, αν θέλεις να προφτάσεις.
- Αγάλια αγάλια κότα μου και ‘γω σε μαγειρεύω. (Λαγκαδιά Γορτυνίας)
- Αγάπαγε η Μάρω το χορό βρήκε και άντρα χορευτή.
- Αγαπάει ο θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη.
- Αγάπα το γείτονά σου αλλά μη γκρεμίζεις και το φράχτη.
- Αγάπα τους φίλους σου με τα ελαττώματά τους.
- Αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα.
- Αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται.
- Άγιας Άννης να λογιέσαι και να μη δοξολογιέσαι. (Παξοί)
- Αγιά Μαρίνα με τα σύκα και Άγιος ‘Λιας με τα σταφύλια.
- Άγιος που δε θαυματουργεί, μηδέ δοξολογιέται.
- Αγιούτο στην αδυναμιά. (Παξοί). αγιούτο = βοήθεια (ενετικό)
- Αγκάθια έχει στον κώλο του.
-
Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου.
- Αγοράζει μα δεν πουλεί. (Παξοί)
- Άγουρος προξενητής για λόγου του κοιτάει. (Παξοί)
- Αγροίκου μη καταφρόνει ρήτορος.
- Αγρόν ηγόραζεν. (θρησκευτικό)
- Άδειο σακί δε στέκεται, γεμάτο δε λυγάει.
- Άδειο σακί ορθό δεν κάθεται. (Παξοί)
- Αδέρφια αγαπημένα, κάστρα που δεν παίρνονται.
- Αδέρφια ενωμένα, σπίτια ευτυχισμένα. (Παξοί)
- Αδερφός, κι ας ειν’ κι οχτρός. (Κεφαλονίτικη)
- Άδης στον άδη και βρωμάει και τυρίλιας. (Παξοί)
- Άδουλος δουλειά δεν έχει, το βρακί του λύει και δένει.
- Άδουλος δουλειά δεν είχε το σκοινί λύνει και δένει. (Παξοί)
- Ἀετοῦ γῆρας, κορυδοῦ νεότης. (Τα γηρατειά του αετού διαρκούν όσο η νιότη του σπουργιτιού.)
- Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει.
- Άιρα και κάιρα και κόκκινη μηλιά. (Παξοί)
- Άης Αντρέας έφτασε, το κρύο αντρειεύει.
- Άη Γιώργη μου ακριβός είσαι.
- Ακαμάτης νέος, γέρος διακονιάρης.
-
Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε.
- Άκουε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώμη.
- Άκουε πολλά και λέγε λίγα…
- Ακουέ τα από καρδίας.
- Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.
- Ακριβοί στα πίτουρα, φτηνοί στα λάχανα.
- Αλάργα-αλάργα το φιλί για να ‘χει νοστιμάδα.
- Αλαργινός ο κήπος δωριανά τα λάχανα. (Αρκαδία)
- Αλέθει καλά ο μύλος μου.
- Αλέθει ο μύλος ό,τι κι αν του ρίξεις. (Παξοί)
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
- Αλήθεια χωρίς ψέματα, φαΐ χωρίς αλάτι. (Παξοί)
- Άλλ’ αντ’ άλλα τα μεγάλα της Παρασκευής το γάλα.
- Άλλα είναι τ’ άλλα κι άλλο της Παρασκευής το γάλα.
- Άλλα λέει η γιαγιά μου, άλλα ακούν τ`αυτιά μου.
- Άλλα λέει η θεια μου, άλλα ακούν τ`αυτιά.
- Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
- Άλλα τα λεγόμενα κι άλλα τα γενόμενα.
- Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
- Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει.
- Αλλού το όνειρο και αλλού το θαύμα
- Άλλώς έδοξε τοις θεοίς.
- Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τη σκούφια του αλλιώς.
- Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
- Άλλη η δουλειά του ναύτη, κι άλλη του καντηλανάφτη.
- Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαρία το Γιάννη. (Παξοί)
- Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε (θρησκευτική)
- Αλί από ‘κείνονε που δεν έχει νύχια να ξυστεί. (Παξοί)
- Αλί του που δεν έχει νύχια να ξυστεί.
- Αλί από ‘κείνονε που δεν έχει ποιος να του φυσήξει το μάτι. (Παξοί)
- Αλί από ‘κείνονε που λείπει από το γάμο του. (Παξοί)
- Αλί από ‘κείνονε που τονε κλείνει η γης. (Παξοί)
- Αλί που το ‘χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες.
- Αλί που γιόμα καρτερεί και δείπνο από γειτόνους. (Ηπειρος)
- Αλίμονο του που δεν έχει και θεό δεν έχει. (Παξοί)
- Άλλο λάγιο κι άλλο τράγιο. (Παξοί)
- Άλλο ο χήρος (=χοίρος) γείτονας κι άλλο ο γείτονας γουρούνι. (Παξοί)
-
Άλλο να σ’ το λέω κι άλλο να το βλέπεις.
- Άλλοι να σε παινεύουνε κι εσύ να καμαρώνεις. (Παξοί)
- Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέραν.
- Άλλοι παπάδες έρχονται, άλλα χαρτιά κρατάνε.
- Άλλοι Πάσχα κι άλλοι χάσκα. (Παξοί)
- Άλλοι περνώντας κι άλλοι καρτερώντας. (Παξοί)
- Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών’ και μαγαρίζουν.
- Άλλοι τα ‘φαγαν τα σύκα κι άλλοι τα πληρώνουνε.
- Άλλος βάζει τη φωτιά κι άλλος βρίσκει τον μπελά.
- Άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει. (Παξοί)
-
Άλλος έσπειρε κι άλλος θερίζει.
- Άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος τη χάρη.
- Άλλος σπέρνει και τρυγάει, κι άλλος πίνει και μεθάει.
- Άλλος στου Κόκλα κι άλλος στου Πυρή. (Αρκαδία)
- Άλλος το μακρύ κι άλλος το κοντό.
- Άλλος χάσκει κι άλλος μεταλαβαίνει.
- Αλλοι τα γένια πεθυμούν, κι άλλοι που τα ‘χουνε τα φτυούν.
- Αλλού βαρούν τα όργανα κι αλλού χορεύει η νύφη.
- Αλλού είν’ ο καλόγερος κι αλλού είναι τα ράσα του.
- Αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του.
- Αλλού με τρίβεις δέσποτα, κι αλλού έχω τον πόνο.
- Αλλού με ξείς καλόγηρε κι αλλού με τρώει εμένα.
- Αλλού με τρίβεις Δέσποινα, κι αλλού εγώ πονάω.
- Αλλού πατάς κι αλλού κοιτάς.
- Αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα.
- Αλλού το όραμα και αλλού το θαύμα.
- Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.
- Αλλού φωτίζει ο Θεός κι αλλού σκοτίζει. (Παξοί)
- Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού αλέθει ο μύλος.
-
Αλλού τηρά κι αλλού βλέπει.
- Άλφα Κάπα αντιδαύλι. (Παξοί)
- Αλωνάρη με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.
- Άμα βλέπεις τη μάνα κλαις το παιδί. (Παξοί)
- Άμα δειπνείς και δε με δεις, σίγουρα λίγωση είναι. (Κρητική)
- Άμα δεις λαγό εμπρός σου, τρεις φορές κάν’ τον σταυρό σου.
- Άμα δεν βρέξει θα στάξει.
- Άμα δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μη περιμένεις άλλον.
- Άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ.
- Άμα δεν περισσέψει πάει να πει πως δεν φτάνει.
- Αμα δεν σε θέλουν στο χωριό μη ρωτάς για του παπά το σπίτι.
- Άμα δε φας θεριό, δε θεριεύεις.
- Άμα θέλει η νύφη και ο γαμπρός τύφλα νάχει ο πεθερός.
- Άμα θες σύντροφο άξο, πάρε νύφη από τη Νάξο.
- Άμα κι θέλω να φιλώσε ρωτώ που και κα εν το μάγουλο σ’. (Ποντιακή)
- Άμα δεν θέλω να σε φιλήσω ρωτώ που είναι το μάγουλό σου.
- Άμα κοιμάται ο γυιόκας μας, φαΐ δεν μας γυρεύει.
- Άμα φτυείς ψηλά, πέφτει στο πρόσωπο.
- Αν φτύσω πάνω φτύνω τα μούτρα μου, αν φτύσω κάτω φτύνω τα γένια μου.
- Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία.
- Αμαρτία εξομολογημένη, η μισή συγχωρεμένη.
-
Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα.
- Άμε διάολε στ’ Αρκάδι. (Ρέθυμνο)
- Αμ’ έπος αμ’ έργον.
- Αμίλητος σαν ψάρι.
- Αμίλητος τρελός, για φρόνιμος περνιέται.
- Ανάγκα και θεοί πείθονται.
- Ανάθρεψε τον ποντικό να φάει το μαλλί σου.
- Αναπέτα πεταλούμ’, αλά πέρδικα καλούμ’. (Παξοί)
- Ανάποδα, σαν τον κάβουρα.
- Αν αρτυθείς να είν΄αρνί αν κλέψεις ναν΄χρυσάφι κι αν αγαπήσεις και καμιά να τη ζηλεύει η γειτονιά. (Αθηναϊκή)
- Αν αρτυθώ να φάω αρνί αν κλέψω νάναι ψάρι κι αν αγαπήσω και κανεί να είναι παλληκάρι. (Αθηναϊκή)
- Ανάρια ανάρια το φιλί για να ‘χει νοστιμάδα.
- Άναψε τ’ αγίου δυο κεριά και του δαιμόνου πέντε.
-
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα.
- Αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει.
- Αν βρέξει ο Μάρτης δυό νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ εκείνον τον ζευγά πού ‘χει πολλά σπαρμένα.
- Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί τό’χει τραβήξει.
- Αν δεν αστράψει, δε βροντά, κι αν δε βροντά δε βρέχει.
- Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως ψάρι.
- Αν δεν βρέξεις πόδι δεν τρως μπαρμπούνι.
- Αν δεν δουλέψεις την αυγή, γυμνός θα είσαι τη Λαμπρή.
- Αν δεν έρθει μοναχή της, μην την καρτεράς την τύχη.
- Αν δεν έχεις νύχια να ξυθείς, μην περιμένεις να σε ξύσουν οι άλλοι.
- Αν δεν ήταν οι βρωμιές δεν θα πουλούσαν το σαπούνι. (Παξοί)
- Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το βυζαίν’ η μάνα.
- Αν δεν κλάψει το παιδί μικρό, κλαίει η μάνα μεγάλη.
- Αν δεν κλωτσήσει ο γάιδαρος, δεν τον ξεφορτώνουν.
- Αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, ο σκύλος δεν πάει κοντά της.
- Αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είναι καλοκαίρι.
- Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.
- Αν δεν σε κλάσει μάστορας δεν γίνεσαι τεχνίτης.
- Αν δεν το δείχνει η γίδα, το δείχνει το κέρατό της.
- Αν δεν φας το ‘θεριό’, θεριό δεν γίνεσαι (Σμύρνη)
- Αν είν’ παππάς και λειτουργά, η αυγή θα μας το δείξει.
- Αν είσαι και λελέκι, δεν είσαι και χατζής.
- Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.
- Αν έκαναν όλες οι μέλισσες μέλι θα το ‘τρωγαν και οι γύφτοι.
-
Αν έχεις νύχια, ξύσου.
- Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.
- Αν ήταν η ζήλεια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα.
- Αν ήταν η δουλειά καλή θα δούλευε κι ο Δεσπότης.
- Αν ήταν καλή η γυναίκα, θα είχε και ο Θεός μια.
- Αν ήταν το βιολί ψωλή, θα το παίζανε πολλοί.
- Αν θα ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα.
- Αν πας στο μύλο θα αλευρωθείς και αν πας στον καρβουνιάρη θα μουτζουρωθείς.
-
Ανθρακας ο θησαυρός.
- Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο.
- Αν καθίσεις με στραβό, το πρωί θ’ αλληθωρίζεις.
- Αν κελαηδάει ο γάιδαρος, γκαρίζουν τ’ αηδόνια. (Κεφαλονίτικη)
- Αν όλοι μπάμπλοι (ζωήφια) κάναν μέλι θα έκανε και ο σκατό-μπαμπλος (Ν.Σκοπός,Σερρών)
- Αν πεθάνω από συνάχι, η πανούκλα μούντζες να ‘χει.
- Αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι Μάρτης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτό το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα.
- Αν σ’ αρέσει μπάρμπα-Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο. (Ιστορική)
- Αν τα χάσει ο μήνας δεν τα χάνει ο χρόνος. (Παξοί)
- Αν τινάξει ο μυλωνάς, τα ρούχα του κάνει πίτα και κουλούρια. (Παξοί)
- Ανδρός χαρακτήρ εκ λόγου γνωρίζεται.
- Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος.
- Ανήρ ο φεύγων και πάλι μαχήσεται. (Αυτός που αποφεύγει τη μάχη στο τέλος θα τη δώσει.)
- Άνθρακες ο θησαυρός.
- Ἄνθρωπον ζητῶ. (Το έλεγε ο Διογένης ο Κυνικός.)
- Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.
- Ἄνθρωπος μικρὸς κόσμος. (Δημόκριτος.)
- Ανοικοκύρευτος γαμπρός, πάει στους πέντε ανέμους. (Παξοί)
- Αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι.
- Αντί να τρίζει η άμαξα, τρίζει ο αμαξηλάτης.
- Άντρας χωρίς μουστάκι, αυγό χωρίς αλάτι. (Κρήτη)
- Άντρας ψηλός και άγγελος, κοντός πομπή και γάνα, ψηλή γυναίκα άχαρη, κοντή χαραμαντάνα.
- Ανύπαντρος προξενητής, για λόγου του γυρεύει.
- Ανύπαντρος σαν παντρευτεί δεν πρέπει να χορεύει, μόνο σακί στον ώμο του κριθάρι να μαζεύει. (Παξοί)
- Άνω ποταμών (αρχαία έκφραση για το υπερβολικό και εν τέλει απαράδεκτο).
- Αξίζει μια γερόκοτα σαράντα πουλακίδες.
- Άξιος είναι στο φαί και γρήγορος στον ύπνο.
-
Απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι.
- Απ’ όλα έχει ο μπαξές.
- Απ’ όνων εις ίππους. (Το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όταν θέλανε να καταδείξουνε άνθρωπο που αναρριχήθηκε από τα χαμηλά.)
- Απ’ όπου κι αν τον πιάσεις λερώνεσαι.
- Απ’ τ’ αυτί δεν κουτσαίνει τ’ άλογο.
- Απ’ τ’ αυτί και στο δάσκαλο.
- Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά.
- Απ’ την αρχή του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή.
- Απ’ τη λεχώνα κι απ’ τη μαμή, πάει εχάθει το παιδί. (Αρκαδία)
- Απ’ το διάολο έρχεται τ’ αρνί, στο διάολο γυρίζει το τομάρι.
-
Απ’ το κεφάλι βρωμάει το ψάρι.
- Απ’ τ’ ολότελα, καλή ειν’ κι η Παναγιώταινα.
- Απ’ το σπίτι κι η τιμή, απ’ το σπίτι κι η πομπή. (Παξοί)
- Απ’ το χέρι ως το στόμα είναι πολύς καιρός ακόμα.
- Από την πόρτα σου περνώ, θωρώσε αλευρωμένη κι αμέσως το κατάλαβα πως τηγανίζεις ψάρια.(Κρήτη)
- Απ’ τον Άννα στον Καϊάφα.
- Απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
- Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.
- Άπλωνε το πόδι σου, κατά το πάπλωμα σου.
- Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι.
- Από δήμαρχος, κλητήρας.
- Από δυο χωριά χωριάτες.
- Από θεού άρξασθαι.
- Από μήλον ως αυγόν, νά κυρά λουκάνικον.
- Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.
-
Από μικρός στα βάσανα.
- Από μουλωχτά σκυλιά να φοβάσαι.
- Από μυλωνάς, δεσπότης.
- Από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί.
- Από τα μετρημένα τρώει ο λύκος.
- Απο τ’ αυγό στην όρνιθα κι από τ’ αρνί στο βόδι.
- Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα.
- Από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω, και αν δε μ’ ανοίξεις για να μπω, σου κατουρώ τον τοίχο.
- Από την Σκύλλα στη Χάρυβδη.
- Από το ένα αυτί μπαίνει κι απ’ το άλλο βγαίνει.
- Απόκριες στο σπίτι σου και Λαμπριά όπου λάχει.
- Απρίλης-γκρίλης. (Παξοί)
- Απρίλης Μάης κουκιά μεστωμένα. (Ανατ. Κρήτη)
- Αραία-αραία για να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα.
- Αρβανίτη αν κάνεις φίλο, κράτα και κανένα ξύλο.
- Αργά-αργά τα όργανα κι αρχοντικός ο γάμος.
- Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.
- Αργία μήτηρ πάσης κακίας.
- Άρες μάρες κουκουνάρες.
- Άρκον σα ξύλα έστειλαν, και γρίζεψεν το δάσος. (Ποντιακή)
- Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
- Άρμεγε και κούρευε, χέζε και δερμάτιαζε.
- Αρνί κατσίκι τριήμερο, γουρούνι δωδεκαήμερο, μουσκάρι σαρανταήμερο και πάλι κρίμα ένε. (Κεφαλλονιά)
- Αρνιά κι ερίφια το Μάη μήνα δείχνουν. (Σύρος)
- Άρπαξε να φας και κλέψε νάχεις.
- Άρτσι, μπούρτζι και λουλάς.
- Άρτσι πέλαο μ’ έριξε. (Παξοί)
- Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου.
- Αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω.
- Αρχή άνδρα δείκνυσι.
- Ἀρχὴ μεγίστη τοῦ βίου τά γράμματα. (Αριστοτέλης.)
- Αρρώστου χείλη φαίνονται και νηστικού μαγούλες.
- Ασημένια μου λαλιά, χρυσή μου βουβαμάρα.
- Ας με λένε Βοϊβοντίνα κι ας ψοφώ από την πείνα.
- Ας μπαίνει ο κόσμος κι ας λέει ο κόσμος. (Παξοί)
-
Ας πηδάμε κι ας γελάμε για να λεν πως δεν πεινάμε.
- Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει.
- Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή… κακά μαντάτα στην ψωλή. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
- Άσπρα στο πουγκί, ψάρια στο βουνί.
- Άσπρος γεννιέται ο κόρακας και μαύρος κατανταίνει. (Παξοί)
- Άσπρος ήλιος, μαύρη ημέρα.
- Άσχημέ μου στρώσε τάβλα, όμορφέ μου τι θα φάμε. (Παξοί)
- Άσχημη στην κούνια, όμορφη στη ρούγα.
- Αυγό να πάρεις απ’ αυτόν δεν έχει κρόκο μέσα.
- Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να ‘σουν δυο φορές τον χρόνο.
- Αυτά που θες ξενέρωτος, τα κάνεις μεθυσμένος.
- Αυτός είναι βίος και πολιτεία.
- Αυτός είναι απ’ του διαόλου τη μάνα.
- Αὐτοῦ γὰρ Ῥόδος καὶ πήδημα. (Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.)
- Αφεντικά και δούλοι, το ίδιο ούλοι.
- Άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τί ποιούσι.
- Αφήνω γεια τση φτώχειας. (Παξοί)
- Άφησε το γάμο και πήγε για πουρνάρια.
- Αφού έκαμες την εκκλησιά κάμε και τ’ άγιο βήμα.
- Άφωνος ιχθύς.
- Αχάριστο ευλογείς, νεκρό δανείζεις.
- Αχθος αρούρης.
Παροιμίες από Β
- Βάζει η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
- Βαθιά βροντή, κοντή βροχή. (Παξοί)
- Βαθύ ποτάμι δεν κάνει κρότο.
- Βαίνω κατά κρημνών. Πάω κατά διαβόλου. (Πλάτωνας, Νόμοι 944α)
- Βάλ’ το μάνταλο στην πόρτα να κοιμάσαι ξένοιαστος.
- Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
- Βάλανε τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα.
- Βάλε αλεύρι, κάμε πίτα.
- Βάλε-βγάλε παπά τη βράκα σου. (Κρήτη)
- Βάλε ελιά για τα παιδιά σου και μηλιά για την κοιλιά σου. (Παξοί)
- Βάλε κλειδί στη γλώσσα σου.
-
Βάλε λάδι κι έλα βράδυ.
- Βάπτισμα του πυρός.
- Βάρα γροθιά του μαχαιριού να δεις ποιος θα πονέσει.
- Βάρα με μία με τ’ σκούφια σ’.
- Βαράτε με κι ας κλαίω!
- Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
- Βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει.
- Βαστάτε Τούρκοι το λαγό να κατουρήσει ο σκύλος. (Παξοί)
- Βγάζει απ’ τη μύγα ξύγγι.
- Βγήκε η πομπή τσι στράτες, κοροϊδεύει τσου διαβάτες. (Παξοί)
- Βέργα που λυγάει δε σπάει.
- Βλέπεις το λύκο, κι εσύ ψάχνεις τ’ αχνάρια.
- Βλέπω το δέντρο και χάνω το δάσος.
- Βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος. Ο πόλεμος διδάσκει κάθε είδους βιαιότητα. (Θουκυδίδης, Γʹ 82.2)
- Βίον καλόν ζης αν γυναίκα μη έχεις. (Καλή ζωή ζει εκείνος που δεν έχει γυναίκα.)
-
Βίος αβίωτος.
- Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος. Ζωή χωρίς γιορτές, μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο. (Δημόκριτος, 230)
- Βλὰξ ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγῳ ἐπτοῆσθαι φιλεῖ.
- Βλέπεις φαί, κάτσε φάε. Βλέπεις ξύλο, σήκω φύγε.
- Βοήθα με να σε βοηθώ ν’ ανεβούμε το βουνό.
- Βοήθα μ’, εφτωχέ, μη γίνουμαι άμμον εσέν. (Ποντιακή)
- Βόηθα με φτωχέ μη γίνω σαν και σένα. (Παξοί)
- Βοηθείστε οι στραβοί τον ανοιχτομάτη.
- Βοήθα παπά, να θάψουμε πέντε-έξι.
- Βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντε-έξι.
- Βοή λαού, οργή θεού.
- Βόιδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.
- Βουνό με βουνό δε σμίγει.
- Βους επί γλώσση μέγας. (Λέγεται για κάποιον που κρατά από δωροδοκία, ή από ανωτέρα βία, το στόμα του κλειστό.)
- Βρακί δεν έχει να φορέσει, στολίδια γυρεύει.
- Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας.
- Βρέξει χιονίσει η πινιάτα θα γιομίσει. (Παξοί)
- Βρες δουλειά, να βρεις βασίλειο.
- Βρες μου ένα ψεύτη να σου βρω κι εγώ ένα κλέφτη.
- Βρέχει καρεκλοπόδαρα.
- Βρήκαμε παπά, θα θάψουμε και τους ζωντανούς.
- Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του.
- Βρήκε ο γύφτος λάδι αλείφει και τα αρχίδια του.
- Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ.
- Βρομάει μπαρούτι.
- Βροντάν τα σίδερα, βροντάν κι οι σακοράφες.
- Bρώμα και δυσωδία.
- Βαράει το σαμάρι ν’ ακούσει το γαϊδούρι.
Παροιμίες από Γ
- Γαία πυρί μιχθήτω. (Ας καταστραφεί το παν.)
- Γαίαν έχοι ελαφράν. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει.
- Γάιδαρος αμολητός, κύρης και νοικοκύρης. (Δωδεκάνησα)
- Γάιδαρος αμολητός, μαγκουφιά στα λάχανα. (Δωδεκάνησα)
- Γάιδαρος είν’ ο γάιδαρος, αν εφορεί και σέλλα, κ’ η γριά κι αν εμορφίζεται, δεν γίνεται κοπέλα. (Κεφαλονίτικη)
- Γάιδαρος πάντα γάιδαρος κι ας του φοράν’ και σέλλα.
- Γαϊδάρου λύρα παίζανε κι αυτός τ’ αυτά του τάραζε.
- Γάμει δε μη την προίκα αλλά την γυναίκα. (Να παντρεύεσαι την γυναίκα και όχι την προίκα. (Mενάνδρου, Γνώμαι)
- Γάμειν ο μέλλων εις μετάνοιαν έρχεται. (O σκεπτόμενος να παντρευτεί έχει κιόλας πάρει το δρόμο της μετάνοιας. (Mενάνδρου, Γνώμαι)
- Γάμος άγαμος. (Ολέθριος γάμος.)
- Γάμος εις τα γέρατα, ή σταυρός ή κέρατα. (Παξοί)
- Γάμος χωρίς σφαχτά δε γίνεται.
- Γάτος γαμεί και γάτος σκούζει.
- Γεια σου, Γιάννη. Κουκιά σπέρνω.
- Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.
- Γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον ει. Γελάει ο ανόητος, παρόλο που δεν υπάρχει τίποτα που να είναι αστείο )
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
- Γελάει ο τρελός στ’ αγέλαστα.
- Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις.
- Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις.
- Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζεις.
- Γενεαί δεκατέσσαρες.
- Γένοιτο. (Mακάρι να γίνει, είθε να επαληθευτεί.)
- Γέρου πορδή μην ακούς, λόγο ν’ ακούς.
- Γέρος κι αν επαινεύτηκεν, ανήφορος το δείχνει.
- Γριά κι αν κοπελεύεσαι, ο ανήφορος το δείχνει. (Παξοί)
- Γέρος γάτος, τρυφερά ποντίκια θέλει.
- Γηράσκω δ’ αεί πολλά διαδασκόμενος.
-
Γης Μαδιάμ.
- Για ένα αυγό χαλά τη σούπα. (Λέσβος)
- Για σένα μαυρομάτα μου έβγαλα εγώ τα μάτια μου.
- Για συγγνώμη και για μύρο κίνησε να πας στην Σκύρο.
- Για το γαμπρό γεννάει κι ο κόκορας, για το γιο η κότα.
- Για το καρφί χάνεται το πέταλο, για το πέταλο τ’ άλογο.
- Για τον εχθρό που φεύγει, φτιάξε χρυσό γεφύρι.
- Για τον παρά κολάζεσαι, με τον παρά κι αγιάζεις.
- Για χάρη του βασιλικού, ποτίζεται κι η γλάστρα.
- Για ψύλλου πήδημα.
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.
- Γίναν οι γλάστρες θυμιατά και τα σκατά λιβάνι.
- Γίνεται το γαϊδούρι άλογο;
- Γίνηκε ανάστα ο Κύριος.
- Γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
- Γιο πουτάνας να πάρεις, κόρη πουτάνας να μην πάρεις. (Επτάνησα)
- Γλαῦκ᾿ εἰς Ἀθήνας.
- Γλέντα τον όμορφο καιρό γιατί ο άσκημος δε λείπει.
- Γλυκάθηκεν η γριά στα σύκα εμπαινόβγαινε κι εζήτα.
- Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι.
- Γλυκάθ’ η γριά στα σύκα, τρωγει και τα συκόφυλλα.
- Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι έφαγε και τα απόσυκα.
- Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι όλη μέρα τα εζήτα.
- Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.
- Γλύφοντας και σέρνοντας και με τα κέρατά του πάει ο σαλίγκαρος τ’ αψήλου. (Επτάνησα)
- Γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει.
- Γλώσσα, ποί πορεύη; πόλιν ανορθώσουσα καί πόλιν καταστρέψουσα; (Λέγεται όταν από απροσεξία ξεφύγει κάτι από το στόμα μας, που θέλουμε να αποκρύψουμε.)
- Γνῶθι σεαυτόν. (Να γνωρίσεις τον ευατό σου. Περίφημη φράση γραμμένη στο Δελφικό μαντείο που αποδίδεται είτε στο Χείλωνα τον Λακεδαιμόνιο είτε στον Σωκράτη.)
- Γνωστός εν τη Ιουδαία ο Θεός. (Λέγεται για κάποιον που είναι πολύ γνωστός σε κάποιο μέρος.)
-
Γουρούνι στο σακί.
- Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί.
- Γριά αλεπού στην παγίδα δεν πιάνεται.
- Γριάς το μεσοχείμωνο αγγούρι της θυμήθη.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
- Γυναίκα από τη Μύκονο, μάγια στ’ αρχοντικό σου.
- Γυναίκα και καρπούζι η τύχη τα διαλέγει.
- Γυναίκα και χειμωνικό η τύχη τα διαλέγει. (Παξοί)
- Γυναίκα χωρίς άντρα, πλοίο χωρίς τιμόνι.
- Γυναίκα δίχως φίμωτρο, αλί που θα την πάρει.
- Γυναίκα, ντουφέκι, φακός κι ομπρέλα, δε δανείζονται. (Παξοί)
- Γυναίκες μαλώνουν, αλήθειες αποκαλύπτονται.
- Γυναιξί κόσμον η σιγή φέρει. (Η σιωπή είναι στολίδι για τις γυναίκες.)
- Γύρευε παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο.
- Γυρεύεις ψύλλους στ’άχυρα.
- Γύρω-γύρω νά ‘ρχεται και μέσα να μη μπαίνει.
- Γύφτος παπάς δε γίνεται κι αν γίνει δε βλογάει. (Παξοί)
Παροιμίες από Δ
- Δάκρυα τα προοίμια της τέχνης.
- Δανεικά τα κρούταλα στο γάμο
- Δαμόκλειος σπάθη. (Από τη γνωστή ιστορία με τη δοκιμασία του Δαμοκλή, ενός αυλικού του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου.)
- Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
- Δείξε μου το φίλο σου και θα σου πω ποιος είσαι.
- Δε δίνει στον άγιο του λιβάνι.
- Δε δίνει στον άγγελο θυμιάμα. (Σέρρες)
- Δε δίνει στον άγγελό του νερό.
- Δε θα χάσει η Βενετιά βελόνι.
- Δε με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.
- Δε με νοιάζει που πεθαίνω, παρά που όσο ζω μαθαίνω.
- Δε φοβάται το βουνό απ’ τα χιόνια.
- Δε χαλάει ο διάολος τη φωλιά του.
- Δε χορεύει πάντα όποιος πλερώνει τα βιολιά.
- Δει δέ χρημάτων. (Υπάρχει ανάγκη χρημάτων, χρειάζονται χρήματα.)
- Δεινής ανάγκης ουδέν ισχυρότερον.
- Δέκα μέτρα, μία κόβε. (Παξοί)
- Δεκέμβριος, Χριστού γέννηση και καλός μας Χρόνος.
-
Δεμένο σκυλί, πρόβατα δε φυλάει.
- Δεν έγινα παπάς ν’ αγιάσω, έγινα για να περάσω.
- Δεν είδα απ’ τα μάτια, θα ιδώ απ’ τα φρύδια;
- Δεν είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης.
- Δεν είναι άγιοι όλοι όσοι πάνε στην εκκλησία.
- Δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης.
- Δεν έχει λάδι και κρασί; Εχει βουτυρο και μαρμελαδα
- Δεν έχει στον ήλιο μοίρα.
- Δεν ιδρώνει το αυτί του. (δεν πολυνοιάζεται)
- Δεν κάνουνε όλοι οι μπουμπούλοι μέλι. (Παξοί)
- Δεν καταλαβαίνει Χριστό.
- Δεν κόβει ούτε Οβραίου μύτη.
- Δεν μου κάνει ούτε κρύο, ούτε ζέστη.
- Δεν ξέρει ο κλέφτης που να δέσει τ’άλογό του.
- Δεν τρέχει κάστανο.
- Δεν τρώει το μαστοράκι αβγά.
- Δεν τρώει το ψωμί χαράμι.
- Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά.
- Δεν φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι.
- Δέρνει τους μικρούς να τρομάξουν οι μεγάλοι.
- Δες μάνα και πάρε κόρη.
-
Δέσαμε το γάιδαρό μας.
- Δέσε το αρνί, όπου θέλει ο νοικοκύρης και μη σε νοιάζει αν το φάει ο λύκος.
- Δεύρο έξω. (Βγες έξω, παρουσιάσου.)
- Δήλιον πρόβλημα. (Πολύ δύσκολο πρόβλημα.)
- Δήλιος κολυμβητής. (Άριστος κολυμβητής.)
- Διαίρει και βασίλευε.
- Διάλεξε, ξεδιάλεξε, στην κοπριά κατάντησε.
- Διά γυναικός ερρύη τα φαύλα. Φράση του Θεόφιλου στην Εικασία (η απάντηση που του έδωσε η Εικασία ήταν «διά γυναικός πηγάζει τα κρείττονα», δηλ. από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα).
- Δια πυρός και σιδήρου.
- Δίκαιον της πυγμής.
- Δίκαιο του ισχυρότερου.
- Δίς καί τρίς τό καλόν.
- Δις παίδες οι γέροντες Δυο φορές παιδιά οι γέροι. (Πλάτωνας, Νόμοι, 646Α)
- Δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει.
- Δόξα νάχεις τρυγητή μου που ‘δα τρίχα στο μουνί μου. (Επτάνησα)
- Δος καματερόν κι έπαρ’ διαταγωγόν. (Ποντιακή)
- Δόσις ολίγη τε φίλη τε. Προσφορά μικρή αλλά έγκάρδια. (Όμηρος, Οδ. Ζ208)
- Δουλειά δεν είχε ο Διάολος, γαμούσε τα παιδιά του.
- Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι αύτωνε τα παιδιά του.
- Δουλειά δεν είχε το μoυνί και μάθαινε τσαγκάρης. (Επτάνησα)
- Δούλεψε να φας και κλέψε να ‘χεις.
- Δούλεψε στα νιάτα σου να ‘χεις στα γηρατειά σου.
- Δρακόντειος νόμος. (Πολύ σκληρός νόμος.)
- Δράξασθε παιδείας.
-
Δράττομαι της ευκαιρίας.
- Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται. (Οταν κανείς δυστυχήσει όλοι κοιτάζουν να επωφεληθούν από τη δυστυχία του.)
- Δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
- Δυο γελάν, κάτι ξέρουν. Ένας γελάει, τρελός είναι.
- Δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, δεν χωράνε.
- Δυό λαλούν και τρείς χορεύουν.
- Δυο το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο.
- Δύσκολα νιάτα, καλά γεράματα.
- Δύσκολο να γενεί του χοίρου η τρίχα μετάξι. (Παξοί)
- Δώδεκα Απόστολοι, καθένας με τον πόνο του.
- Δώθε παν’ οι άλλοι.
- Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει.
- Δώσε θάρρος στο χωριάτη, να σ’ ανέβει στο κρεβάτι.
- Δώσε πλούτη, δίνεις γνώση, δώσε φτώχεια, δίνεις τρέλα.
- Δώσε τόπο στην οργή.
- Δώσ’ σε ‘μένα και στο γιο μου, νά κι ο άντρας μου στην πόρτα.
- Δως του πιρούνι κι ας βγάλει τα μάτια του.
Παροιμίες από Ε
- Εάλω η πόλις. (Έπεσε η πόλη.) (Mεταφορικά για κάτι που χάθηκε άδοξα.)
- Εάν το άλας μωρανθή. (αν λείψουν οι λίγοι και οι εκλεκτοί.)
- Έβαλε την ουρά στα σκέλια.
- Έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
- Έβγαλε κι η Ελευσίνα στάρι.
- Εβάλλει ο κλέφταν τη φωνή να φοβηθεί π’ έχασε. (Ποντιακή).
- Έβγα έξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου.
- Έγινε λαγός.
Παροιμίες
- Εγκάριξεν ο γάιδαρος κι είπε “άχερος”.
- Εγύρεψεν ο εφτωχόν, και ‘δώκεν για τη ψην ατ’. (Ποντιακή)
- Εγώ βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήσει, άρα δε ζήσει.
- Εγώ καλά παντρεύτηκα κι ας κλαίει όποιος με πήρε.
- Εγώ μιλάω, γαϊδούρια κλάνουνε.
- Εγώ όταν σου μιλώ, εσύ άλλα των αλλών μπαρμπανικολό.
- Εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω.
- Εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
- Εδώ γαμούν αρσενικούς και συ γυρεύεις νύφη; (σκωπτικό-χιουμοριστικό)
- Εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουν!
- Εδώ καράβια χάνονται, παλιόβαρκες που πάτε.
- Εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται.
- Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί ξυρίζεται.
- Εδώ το χωριό καίγεται κι οι πουτάνες λούζονται.
- Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα.
- Εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην. Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα ‘θελα να ‘μουν ο Διογένης. Φράση που λέγεται πως είπε ο Μ. Αλέξανδρος αφού συνάντησε τον Διογένη τον Κυνικό.
- Είδα κι είδα, γύφτο παπά δεν είδα.
- Είδαν σο φτωχό βολόνι. (Ποντιακή)
- Ειδε η γάτα το μουνί της και το πέρασε πληγή
- Είδες χιόνι στο βουνί, βάλε χέρι στο μουνί.
-
Είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
- Είδε ο τρελός το μεθυσμένο κι έφυγε.
- Είδε το Χριστό φαντάρο.
- Είναι για το γάιδαρο καβάλα.
- Είναι πιο πολλές οι μέρες απ΄τα λουκάνικα.
- Είναι πολλοί οι μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια.
- Είπα και ελάλησα, αμαρτίαν ουκ έχω.
- Είπαν του τρελού να χέσει, κι εκείνος ξεκωλώθηκε.
- Είπαν τον ζουρλόν να χέσει, εκάθησε κ’ εξεκωλώθη.
- Είπαν της γριάς να χέσει, κι αυτή ξεκωλιάστηκε.
- Είπανε ενός να κλάσει και χέστηκε.
- Είπε να πάει κι ο εβραίος στο παζάρι, κι ήτανε μέρα Σάββατο.
- Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
- Εἷς ἐμοὶ τρισμύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦν. Ένας ικανός για μένα ισοδυναμεί με 30.000 άλλους (το είπε ο Ηράκλειτος, για να τιμήσει τον άνθρωπο με δυνατή προσωπικότητα).
- Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης.
- Ενας είναι ο καλύτερος οιωνός, να υπερασπιζόμαστε την πατρίδα. Tη φράση είπε ο ‘Εκτορας στον Πολυδάμαντα. (Πβ.Ιλ.Μ’243)
- Εις τον Καιάδα.
- Εις υγείαν του κορόιδου.
- Έκαμα τον γάιδαρο κι ετσούλωσε τ’ αυτιά του κι επήρε το σαμάρι του και πήγε στην κυρά του.
- Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
- Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
- Έκαστος εφ’ ω ετάχθη. (Καθένας για εκείνο, για το οποίο είναι προορισμένος.)
- Εκατό ξυλιές στον ξένο κώλο λίγες είναι.
- Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων’ οι ψύλλοι.
- Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου, μη βάζεις το πουλί σου.
- Εκεί που είσαι ήμουνα, κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις (ή θα φτάσεις).
- Εκεί που κρεμούσαν οι κλέφτες τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.
- Εκεί που σ’ αγαπούν να μην πολυπηγαίνεις, γιατί αν τύχει και σε βαρεθούν δε θα’ χεις τί να γένεις.
- Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος.
- Εκυλίεν το πιθάρ’ και εύρεν το πώμαν. (Ποντιακή)
- Έλα παππού μου να σου δείξω πού τό ‘χει η γιαγιά μου.
- Έλα παππού να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου.
- Έλα μουνί στον τόπο σου και ρέστα μη γυρεύεις.
- Έλλαξεν η χήνα κι εφόρησεν πάλι εκείνα. (Ποντιακή)
- Έλληνες αεί παίδες.
- Έμαθα γδυτός και ντρέπομαι ντυμένος.
- Έμαθε να βελονιάζει και γαμεί το μάστορή του.
- Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.
-
Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει.
- Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα σέρνει.
- Εμορφιάδα σο σκουτέλι ‘κι εμπαίνει. (Ποντιακή)
- Εμπήκ’ ο λύκος στο μαντρί, αλί που ‘χε το ένα. (Αρκαδία)
- Ένα βόλι γυρίζει στράτευμα.
- Ένα κι ένα κάνουν δύο.
-
Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα.
- Ένα το ‘χει η Μαριορή, το στεγνώνει το φορεί.
- Ένας κούκκος μοναχά, την άνοιξη δεν φέρνει.
- Ένας κούκκος δεν φέρνει την άνοιξη.
- Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα.
- Ἐν οἴνῳ αλήθεια.
- Εν στόματι ρομφαίας ή μαχαίρας.
- Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν. (πρώτα θα καταβληθεί η αμοιβή (ή το αντίτιμο) και έπειτα θα προσφερθεί η εργασία ή θα δοθεί το πράγμα που αγοράστηκε.)
- Εν τούτω νίκα.
- Ενός κακού μύρια έπονται.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
- Εξ οικείων τα βέλη.
- Εξ όνυχος τον λέοντα. (Λέγεται όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι από κάποια μικρή ένδειξη μπορεί να διαφανεί ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου.)
- Επανάληψις, μήτηρ πάσης μαθήσεως.
- Ἐπεὶ δ’ οὖν πάντες ὅσοι τε περιπολοῦσιν φανερῶς καὶ ὅσοι φαίνονται καθ’ ὅσον ἂν ἐθέλωσιν θεοὶ γένεσιν ἔσχον, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ τόδε τὸ πᾶν γεννήσας τάδε. (Πλάτων, Τιμαίος)
- Επιμενίδειος ύπνος. (Λέγεται για ύπνο πολύωρο και μακάριο. Η φράση προέρχεται από τον αρχαίο Κρητικό σοφό Επιμενίδη, που λέγεται πως κοιμήθηκε 57 χρόνια.)
- Επί ξύλου κρεμάμενος. (μεταφορικά) αδέκαρος, σε άθλια κατάσταση. Συχνή φράση στην Ακολουθία των Παθών του Χριστού.)
- Επί ξυρού ακμής. (Στην κόψη του ξυραφιού.)
- Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
-
Ερως ανίκατε μάχαν.
- Εσένα, κόρη, λέει το, εσύ, νύφη, άκου το. (Ποντιακή)
- Έτρεχε να μη βραχεί, κι έπεσε στο ποτάμι.
- Εύκαιρ’ τσουβάλ’, σ’ο ποδάρ κι στεκ’ (ποντιακό).
- Έφτασε ο κόμπος στο χτένι.
- Έφτασε ο τρυγητής, ξαπόστασε ο δραγάτης.
- Έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια.
- Έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια.
- Έχε καθάριο πρόσωπο, για τους κακούς γειτόνους.
- Έχε τα πόδια σου ζεστά, την κεφαλή σου κρύα, τον στόμαχόν σου ελαφρύ, γιατρού δεν θα ‘χεις χρεία.
- Έχει ο Θεός!
- Έχει ο καιρός γυρίσματα, κι ο χρόνος εβδομάδες.
- Έχεις καλά παιδία τα κροσία τί να φτας; Κι έχεις κακά παιδία, πάλι τί να φτας ατά. (Ποντιακή)
- Έχεις γρόσσα; έχεις γλώσσα.
- Έχεις λιλιά, έχεις λαλιά.
- Έχεις παράδες; Σου κάνουν τεμενάδες.
- Έχουσι γνώσιν οι φύλακες. (Λέγεται συνήθως, όταν κάποιος θέλει να τονίσει ότι έχει πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα ή όλες τις επιβαλλόμενες προφυλάξεις.)
- Έχω ράμματα για τη γούνα σου.
- Εως της συντελείας του αιώνος.